Τισιες

Τισιες
    Τίσιες
    αἱ [τίσις] Тисии (богини возмездия) Her.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Τισιες" в других словарях:

  • τίσιες — τίσις apa citis fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίσις — εως, ἡ, Α [τίνω] 1. ανταπόδοση, εκδίκηση («ἦλθε χρησμὸς ὡς τίσις ἥξει ἀπὸ θαλάσσης χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ.) 2. (με καλή και κακή σημ.) δύναμη για ανταπόδοση ή ανταμοιβή («Ζεύς μοι τῶν τε φίλων δοίη τίσιν... τῶν τ ἐχθρῶν», Θέογν.) 3.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»